- δυσμενής
- δυσμενής1 enemy
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
pro subs.τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει P. 8.10
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων Pae. 2.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
pro subs.τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει P. 8.10
κείνοις δ' ὑπέρτατον ἦλθε φέγγος ἄντα δυσμενέων Pae. 2.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δυσμενής — hostile masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενής — ές (AM δυσμενής, ές) 1. αυτός που έχει εχθρική διάθεση απέναντι σε κάποιον 2. εκείνος που προκαλεί δυσκολίες και προβλήματα («δυσμενής οικονομική κατάσταση, δυσμενείς καιρικές συνθήκες», «δυσμενεῑς χοαί», «δυσμενὴς ἔρως») … Dictionary of Greek
δυσμενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, όχι ευνοϊκός, αντίξοος, εχθρικός: Του ήρθε δυσμενής μετάθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυσμενῆ — δυσμενής hostile neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δυσμενής hostile masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δυσμενής hostile masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέστερον — δυσμενής hostile adverbial comp δυσμενής hostile masc acc comp sg δυσμενής hostile neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενεστάτων — δυσμενής hostile fem gen superl pl δυσμενής hostile masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενεῖ — δυσμενής hostile masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δυσμενής hostile masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενεῖς — δυσμενής hostile masc/fem acc pl δυσμενής hostile masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέα — δυσμενής hostile neut nom/voc/acc pl (epic ionic) δυσμενής hostile masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενές — δυσμενής hostile masc/fem voc sg δυσμενής hostile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσμενέστατα — δυσμενής hostile adverbial superl δυσμενής hostile neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)